Jump to content

θρησκευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From θρησκεύω (thriskévo) +‎ -τικός (-tikós).

Adjective

[edit]

θρησκευτικός (thriskeftikósm (feminine θρησκευτική, neuter θρησκευτικό)

  1. religious
    Antonym: αντιθρησκευτικός (antithriskeftikós)

Declension

[edit]
Declension of θρησκευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θρησκευτικός (thriskeftikós) θρησκευτική (thriskeftikí) θρησκευτικό (thriskeftikó) θρησκευτικοί (thriskeftikoí) θρησκευτικές (thriskeftikés) θρησκευτικά (thriskeftiká)
genitive θρησκευτικού (thriskeftikoú) θρησκευτικής (thriskeftikís) θρησκευτικού (thriskeftikoú) θρησκευτικών (thriskeftikón) θρησκευτικών (thriskeftikón) θρησκευτικών (thriskeftikón)
accusative θρησκευτικό (thriskeftikó) θρησκευτική (thriskeftikí) θρησκευτικό (thriskeftikó) θρησκευτικούς (thriskeftikoús) θρησκευτικές (thriskeftikés) θρησκευτικά (thriskeftiká)
vocative θρησκευτικέ (thriskeftiké) θρησκευτική (thriskeftikí) θρησκευτικό (thriskeftikó) θρησκευτικοί (thriskeftikoí) θρησκευτικές (thriskeftikés) θρησκευτικά (thriskeftiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θρησκευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θρησκευτικός, etc.)

[edit]