αντιθρησκευτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιθρησκευτικός • (antithriskeftikós) m (feminine αντιθρησκευτική, neuter αντιθρησκευτικό)
- antireligious
- Antonym: θρησκευτικός (thriskeftikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιθρησκευτικός (antithriskeftikós) | αντιθρησκευτική (antithriskeftikí) | αντιθρησκευτικό (antithriskeftikó) | αντιθρησκευτικοί (antithriskeftikoí) | αντιθρησκευτικές (antithriskeftikés) | αντιθρησκευτικά (antithriskeftiká) | |
genitive | αντιθρησκευτικού (antithriskeftikoú) | αντιθρησκευτικής (antithriskeftikís) | αντιθρησκευτικού (antithriskeftikoú) | αντιθρησκευτικών (antithriskeftikón) | αντιθρησκευτικών (antithriskeftikón) | αντιθρησκευτικών (antithriskeftikón) | |
accusative | αντιθρησκευτικό (antithriskeftikó) | αντιθρησκευτική (antithriskeftikí) | αντιθρησκευτικό (antithriskeftikó) | αντιθρησκευτικούς (antithriskeftikoús) | αντιθρησκευτικές (antithriskeftikés) | αντιθρησκευτικά (antithriskeftiká) | |
vocative | αντιθρησκευτικέ (antithriskeftiké) | αντιθρησκευτική (antithriskeftikí) | αντιθρησκευτικό (antithriskeftikó) | αντιθρησκευτικοί (antithriskeftikoí) | αντιθρησκευτικές (antithriskeftikés) | αντιθρησκευτικά (antithriskeftiká) |
Related terms
[edit]- see: θρησκεία f (thriskeía, “religion”)