Jump to content

μεσαιωνικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μεσαίωνας m (mesaíonas, Middle Ages) μεσαιων- + -ικός (-ikós, adjectival suffix)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /me.se.o.niˈkos/
  • Hyphenation: με‧σαι‧ω‧νι‧κός

Adjective

[edit]

μεσαιωνικός (mesaionikósm (feminine μεσαιωνική, neuter μεσαιωνικό)

  1. medieval, mediaeval
  2. (figuratively) retarded, backward
    Synonym: οπισθοδρομικός (opisthodromikós)
    Antonym: προοδευτικός (proodeftikós)
    1. (of torture) harsh

Declension

[edit]
Declension of μεσαιωνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεσαιωνικός (mesaionikós) μεσαιωνική (mesaionikí) μεσαιωνικό (mesaionikó) μεσαιωνικοί (mesaionikoí) μεσαιωνικές (mesaionikés) μεσαιωνικά (mesaioniká)
genitive μεσαιωνικού (mesaionikoú) μεσαιωνικής (mesaionikís) μεσαιωνικού (mesaionikoú) μεσαιωνικών (mesaionikón) μεσαιωνικών (mesaionikón) μεσαιωνικών (mesaionikón)
accusative μεσαιωνικό (mesaionikó) μεσαιωνική (mesaionikí) μεσαιωνικό (mesaionikó) μεσαιωνικούς (mesaionikoús) μεσαιωνικές (mesaionikés) μεσαιωνικά (mesaioniká)
vocative μεσαιωνικέ (mesaioniké) μεσαιωνική (mesaionikí) μεσαιωνικό (mesaionikó) μεσαιωνικοί (mesaionikoí) μεσαιωνικές (mesaionikés) μεσαιωνικά (mesaioniká)

Derived terms

[edit]