Jump to content

προοδευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

προοδευτικός (proodeftikósm (feminine προοδευτική, neuter προοδευτικό)

  1. progressive, forward
    Antonym: αντιπροοδευτικός (antiproodeftikós)
  2. gradual

Declension

[edit]
Declension of προοδευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προοδευτικός (proodeftikós) προοδευτική (proodeftikí) προοδευτικό (proodeftikó) προοδευτικοί (proodeftikoí) προοδευτικές (proodeftikés) προοδευτικά (proodeftiká)
genitive προοδευτικού (proodeftikoú) προοδευτικής (proodeftikís) προοδευτικού (proodeftikoú) προοδευτικών (proodeftikón) προοδευτικών (proodeftikón) προοδευτικών (proodeftikón)
accusative προοδευτικό (proodeftikó) προοδευτική (proodeftikí) προοδευτικό (proodeftikó) προοδευτικούς (proodeftikoús) προοδευτικές (proodeftikés) προοδευτικά (proodeftiká)
vocative προοδευτικέ (proodeftiké) προοδευτική (proodeftikí) προοδευτικό (proodeftikó) προοδευτικοί (proodeftikoí) προοδευτικές (proodeftikés) προοδευτικά (proodeftiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προοδευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προοδευτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προοδευτικότερος (proodeftikóteros) προοδευτικότερη (proodeftikóteri) προοδευτικότερο (proodeftikótero) προοδευτικότεροι (proodeftikóteroi) προοδευτικότερες (proodeftikóteres) προοδευτικότερα (proodeftikótera)
genitive προοδευτικότερου (proodeftikóterou) προοδευτικότερης (proodeftikóteris) προοδευτικότερου (proodeftikóterou) προοδευτικότερων (proodeftikóteron) προοδευτικότερων (proodeftikóteron) προοδευτικότερων (proodeftikóteron)
accusative προοδευτικότερο (proodeftikótero) προοδευτικότερη (proodeftikóteri) προοδευτικότερο (proodeftikótero) προοδευτικότερους (proodeftikóterous) προοδευτικότερες (proodeftikóteres) προοδευτικότερα (proodeftikótera)
vocative προοδευτικότερε (proodeftikótere) προοδευτικότερη (proodeftikóteri) προοδευτικότερο (proodeftikótero) προοδευτικότεροι (proodeftikóteroi) προοδευτικότερες (proodeftikóteres) προοδευτικότερα (proodeftikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προοδευτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προοδευτικότατος (proodeftikótatos) προοδευτικότατη (proodeftikótati) προοδευτικότατο (proodeftikótato) προοδευτικότατοι (proodeftikótatoi) προοδευτικότατες (proodeftikótates) προοδευτικότατα (proodeftikótata)
genitive προοδευτικότατου (proodeftikótatou) προοδευτικότατης (proodeftikótatis) προοδευτικότατου (proodeftikótatou) προοδευτικότατων (proodeftikótaton) προοδευτικότατων (proodeftikótaton) προοδευτικότατων (proodeftikótaton)
accusative προοδευτικότατο (proodeftikótato) προοδευτικότατη (proodeftikótati) προοδευτικότατο (proodeftikótato) προοδευτικότατους (proodeftikótatous) προοδευτικότατες (proodeftikótates) προοδευτικότατα (proodeftikótata)
vocative προοδευτικότατε (proodeftikótate) προοδευτικότατη (proodeftikótati) προοδευτικότατο (proodeftikótato) προοδευτικότατοι (proodeftikótatoi) προοδευτικότατες (proodeftikótates) προοδευτικότατα (proodeftikótata)