Jump to content

αντιπροοδευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιπροοδευτικός (antiproodeftikósm (feminine αντιπροοδευτική, neuter αντιπροοδευτικό)

  1. antiprogressive, reactionary
    Antonym: προοδευτικός (proodeftikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιπροοδευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπροοδευτικός (antiproodeftikós) αντιπροοδευτική (antiproodeftikí) αντιπροοδευτικό (antiproodeftikó) αντιπροοδευτικοί (antiproodeftikoí) αντιπροοδευτικές (antiproodeftikés) αντιπροοδευτικά (antiproodeftiká)
genitive αντιπροοδευτικού (antiproodeftikoú) αντιπροοδευτικής (antiproodeftikís) αντιπροοδευτικού (antiproodeftikoú) αντιπροοδευτικών (antiproodeftikón) αντιπροοδευτικών (antiproodeftikón) αντιπροοδευτικών (antiproodeftikón)
accusative αντιπροοδευτικό (antiproodeftikó) αντιπροοδευτική (antiproodeftikí) αντιπροοδευτικό (antiproodeftikó) αντιπροοδευτικούς (antiproodeftikoús) αντιπροοδευτικές (antiproodeftikés) αντιπροοδευτικά (antiproodeftiká)
vocative αντιπροοδευτικέ (antiproodeftiké) αντιπροοδευτική (antiproodeftikí) αντιπροοδευτικό (antiproodeftikó) αντιπροοδευτικοί (antiproodeftikoí) αντιπροοδευτικές (antiproodeftikés) αντιπροοδευτικά (antiproodeftiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπροοδευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπροοδευτικός, etc.)