Jump to content

αναφορικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναφορικός (anaforikósm (feminine αναφορική, neuter αναφορικό)

  1. relative
  2. referential

Declension

[edit]
Declension of αναφορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναφορικός (anaforikós) αναφορική (anaforikí) αναφορικό (anaforikó) αναφορικοί (anaforikoí) αναφορικές (anaforikés) αναφορικά (anaforiká)
genitive αναφορικού (anaforikoú) αναφορικής (anaforikís) αναφορικού (anaforikoú) αναφορικών (anaforikón) αναφορικών (anaforikón) αναφορικών (anaforikón)
accusative αναφορικό (anaforikó) αναφορική (anaforikí) αναφορικό (anaforikó) αναφορικούς (anaforikoús) αναφορικές (anaforikés) αναφορικά (anaforiká)
vocative αναφορικέ (anaforiké) αναφορική (anaforikí) αναφορικό (anaforikó) αναφορικοί (anaforikoí) αναφορικές (anaforikés) αναφορικά (anaforiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναφορικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναφορικός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]