αναφορά
Appearance
See also: ἀναφορά
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀναφορά (anaphorá).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αναφορά • (anaforá) f (plural αναφορές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναφορά (anaforá) | αναφορές (anaforés) |
genitive | αναφοράς (anaforás) | αναφορών (anaforón) |
accusative | αναφορά (anaforá) | αναφορές (anaforés) |
vocative | αναφορά (anaforá) | αναφορές (anaforés) |
Synonyms
[edit]- (abbreviation) αναφ. (anaf.)
Related terms
[edit]- αναφορικά (anaforiká, “with regard to”)
- αναφορικός (anaforikós, “relative”)
Further reading
[edit]- αναφορά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el