Jump to content

αοριστολογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αοριστολογικός (aoristologikósm (feminine αοριστολογική, neuter αοριστολογικό)

  1. vague, hazy
    Synonym: αόριστος (aóristos)

Declension

[edit]
Declension of αοριστολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αοριστολογικός (aoristologikós) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικοί (aoristologikoí) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)
genitive αοριστολογικού (aoristologikoú) αοριστολογικής (aoristologikís) αοριστολογικού (aoristologikoú) αοριστολογικών (aoristologikón) αοριστολογικών (aoristologikón) αοριστολογικών (aoristologikón)
accusative αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικούς (aoristologikoús) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)
vocative αοριστολογικέ (aoristologiké) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικοί (aoristologikoí) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)
[edit]