Jump to content

στατιστική

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στατιστική (statistikíf (plural στατιστικές)

  1. (statistics, mathematics) statistics

Declension

[edit]
Declension of στατιστική
singular plural
nominative στατιστική (statistikí) στατιστικές (statistikés)
genitive στατιστικής (statistikís) στατιστικών (statistikón)
accusative στατιστική (statistikí) στατιστικές (statistikés)
vocative στατιστική (statistikí) στατιστικές (statistikés)
[edit]

Adjective

[edit]

στατιστική (statistikí)

  1. nominative/accusative/vocative feminine singular of στατιστικός (statistikós)

Further reading

[edit]