οικείος
Appearance
See also: οἰκεῖος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek οἰκεῖος (oikeîos).
Adjective
[edit]οικείος • (oikeíos) m (feminine οικεία, neuter οικείο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | οικείος (oikeíos) | οικεία (oikeía) | οικείο (oikeío) | οικείοι (oikeíoi) | οικείες (oikeíes) | οικεία (oikeía) | |
genitive | οικείου (oikeíou) | οικείας (oikeías) | οικείου (oikeíou) | οικείων (oikeíon) | οικείων (oikeíon) | οικείων (oikeíon) | |
accusative | οικείο (oikeío) | οικεία (oikeía) | οικείο (oikeío) | οικείους (oikeíous) | οικείες (oikeíes) | οικεία (oikeía) | |
vocative | οικείε (oikeíe) | οικεία (oikeía) | οικείο (oikeío) | οικείοι (oikeíoi) | οικείες (oikeíes) | οικεία (oikeía) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οικείος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οικείος, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο οικειότερος", etc)
|
Derived terms
[edit]- οικειοποιούμαι (oikeiopoioúmai)
Further reading
[edit]- οικείος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language