Jump to content

οικείος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek οἰκεῖος (oikeîos).

Adjective

[edit]

οικείος (oikeíosm (feminine οικεία, neuter οικείο)

  1. familiar, personal, intimate

Declension

[edit]
Declension of οικείος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οικείος (oikeíos) οικεία (oikeía) οικείο (oikeío) οικείοι (oikeíoi) οικείες (oikeíes) οικεία (oikeía)
genitive οικείου (oikeíou) οικείας (oikeías) οικείου (oikeíou) οικείων (oikeíon) οικείων (oikeíon) οικείων (oikeíon)
accusative οικείο (oikeío) οικεία (oikeía) οικείο (oikeío) οικείους (oikeíous) οικείες (oikeíes) οικεία (oikeía)
vocative οικείε (oikeíe) οικεία (oikeía) οικείο (oikeío) οικείοι (oikeíoi) οικείες (oikeíes) οικεία (oikeía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οικείος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οικείος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οικειότερος (oikeióteros) οικειότερη (oikeióteri) οικειότερο (oikeiótero) οικειότεροι (oikeióteroi) οικειότερες (oikeióteres) οικειότερα (oikeiótera)
genitive οικειότερου (oikeióterou) οικειότερης (oikeióteris) οικειότερου (oikeióterou) οικειότερων (oikeióteron) οικειότερων (oikeióteron) οικειότερων (oikeióteron)
accusative οικειότερο (oikeiótero) οικειότερη (oikeióteri) οικειότερο (oikeiótero) οικειότερους (oikeióterous) οικειότερες (oikeióteres) οικειότερα (oikeiótera)
vocative οικειότερε (oikeiótere) οικειότερη (oikeióteri) οικειότερο (oikeiótero) οικειότεροι (oikeióteroi) οικειότερες (oikeióteres) οικειότερα (oikeiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο οικειότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οικειότατος (oikeiótatos) οικειότατη (oikeiótati) οικειότατο (oikeiótato) οικειότατοι (oikeiótatoi) οικειότατες (oikeiótates) οικειότατα (oikeiótata)
genitive οικειότατου (oikeiótatou) οικειότατης (oikeiótatis) οικειότατου (oikeiótatou) οικειότατων (oikeiótaton) οικειότατων (oikeiótaton) οικειότατων (oikeiótaton)
accusative οικειότατο (oikeiótato) οικειότατη (oikeiótati) οικειότατο (oikeiótato) οικειότατους (oikeiótatous) οικειότατες (oikeiótates) οικειότατα (oikeiótata)
vocative οικειότατε (oikeiótate) οικειότατη (oikeiótati) οικειότατο (oikeiótato) οικειότατοι (oikeiótatoi) οικειότατες (oikeiótates) οικειότατα (oikeiótata)

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]