Jump to content

μεταφραστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μεταφραστικός (metafrastikósm (feminine μεταφραστική, neuter μεταφραστικό)

  1. translation

Declension

[edit]
Declension of μεταφραστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταφραστικός (metafrastikós) μεταφραστική (metafrastikí) μεταφραστικό (metafrastikó) μεταφραστικοί (metafrastikoí) μεταφραστικές (metafrastikés) μεταφραστικά (metafrastiká)
genitive μεταφραστικού (metafrastikoú) μεταφραστικής (metafrastikís) μεταφραστικού (metafrastikoú) μεταφραστικών (metafrastikón) μεταφραστικών (metafrastikón) μεταφραστικών (metafrastikón)
accusative μεταφραστικό (metafrastikó) μεταφραστική (metafrastikí) μεταφραστικό (metafrastikó) μεταφραστικούς (metafrastikoús) μεταφραστικές (metafrastikés) μεταφραστικά (metafrastiká)
vocative μεταφραστικέ (metafrastiké) μεταφραστική (metafrastikí) μεταφραστικό (metafrastikó) μεταφραστικοί (metafrastikoí) μεταφραστικές (metafrastikés) μεταφραστικά (metafrastiká)

Derived terms

[edit]
  • μεταφραστικό δάνειο (metafrastikó dáneio)
[edit]