Jump to content

μεταβατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μεταβατικός (metavatikósm (feminine μεταβατική, neuter μεταβατικό)

  1. (grammar) transitive
    Αυτό είναι ένα μεταβατικό ρήμα.Aftó eínai éna metavatikó ríma.This is a transitive verb.
  2. (chemistry) transition
    μεταβατικό μέταλλοmetavatikó métallotransition metal
  3. transitional

Declension

[edit]
Declension of μεταβατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταβατικός (metavatikós) μεταβατική (metavatikí) μεταβατικό (metavatikó) μεταβατικοί (metavatikoí) μεταβατικές (metavatikés) μεταβατικά (metavatiká)
genitive μεταβατικού (metavatikoú) μεταβατικής (metavatikís) μεταβατικού (metavatikoú) μεταβατικών (metavatikón) μεταβατικών (metavatikón) μεταβατικών (metavatikón)
accusative μεταβατικό (metavatikó) μεταβατική (metavatikí) μεταβατικό (metavatikó) μεταβατικούς (metavatikoús) μεταβατικές (metavatikés) μεταβατικά (metavatiká)
vocative μεταβατικέ (metavatiké) μεταβατική (metavatikí) μεταβατικό (metavatikó) μεταβατικοί (metavatikoí) μεταβατικές (metavatikés) μεταβατικά (metavatiká)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]