αμετάβατος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμετάβατος (ametávatosm (feminine αμετάβατη, neuter αμετάβατο)

  1. (grammar) intransitive
    Αυτό είναι ένα αμετάβατο ρήμα.
    Aftó eínai éna ametávato ríma.
    This is an intransitive verb.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμετάβατος (ametávatos) αμετάβατη (ametávati) αμετάβατο (ametávato) αμετάβατοι (ametávatoi) αμετάβατες (ametávates) αμετάβατα (ametávata)
genitive αμετάβατου (ametávatou) αμετάβατης (ametávatis) αμετάβατου (ametávatou) αμετάβατων (ametávaton) αμετάβατων (ametávaton) αμετάβατων (ametávaton)
accusative αμετάβατο (ametávato) αμετάβατη (ametávati) αμετάβατο (ametávato) αμετάβατους (ametávatous) αμετάβατες (ametávates) αμετάβατα (ametávata)
vocative αμετάβατε (ametávate) αμετάβατη (ametávati) αμετάβατο (ametávato) αμετάβατοι (ametávatoi) αμετάβατες (ametávates) αμετάβατα (ametávata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]