Jump to content

υποτακτική

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υποτακτική (ypotaktikíf (plural υποτακτικές)

  1. (grammar) subjunctive mood

Declension

[edit]
Declension of υποτακτική
singular plural
nominative υποτακτική (ypotaktikí) υποτακτικές (ypotaktikés)
genitive υποτακτικής (ypotaktikís) υποτακτικών (ypotaktikón)
accusative υποτακτική (ypotaktikí) υποτακτικές (ypotaktikés)
vocative υποτακτική (ypotaktikí) υποτακτικές (ypotaktikés)

See also

[edit]