Jump to content

ανώμαλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek ᾰ̓νώμᾰλος (anṓmalos).

Adjective

[edit]

ανώμαλος (anómalosm (feminine ανώμαλη, neuter ανώμαλο)

  1. abnormal
    Antonym: ομαλός (omalós)
    ανώμαλη κατάστασηanómali katástasiabnormal situation
    ανώμαλη προσγείωσηanómali prosgeíosihard landing
  2. anomalous
    ανώμαλες συνθήκεςanómales synthíkesanomalous situation
  3. (grammar, linguistics) irregular
    ανώμαλο ρήμαanómalo rímairregular verb
  4. sexually perverted
    Synonym: διεστραμμένος (diestramménos)
  5. (substantively) pervert

Declension

[edit]
Declension of ανώμαλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανώμαλος (anómalos) ανώμαλη (anómali) ανώμαλο (anómalo) ανώμαλοι (anómaloi) ανώμαλες (anómales) ανώμαλα (anómala)
genitive ανώμαλου (anómalou) ανώμαλης (anómalis) ανώμαλου (anómalou) ανώμαλων (anómalon) ανώμαλων (anómalon) ανώμαλων (anómalon)
accusative ανώμαλο (anómalo) ανώμαλη (anómali) ανώμαλο (anómalo) ανώμαλους (anómalous) ανώμαλες (anómales) ανώμαλα (anómala)
vocative ανώμαλε (anómale) ανώμαλη (anómali) ανώμαλο (anómalo) ανώμαλοι (anómaloi) ανώμαλες (anómales) ανώμαλα (anómala)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώμαλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώμαλος, etc.)

Derived terms

[edit]

Noun

[edit]

ανώμαλος (anómalosm (plural ανώμαλοι, feminine ανώμαλη)

  1. a pervert, a sexually perverted person

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανώμαλος (anómalos) ανώμαλοι (anómaloi)
genitive ανώμαλου (anómalou)
ανωμάλου (anomálou)
ανώμαλων (anómalon)
ανωμάλων (anomálon)
accusative ανώμαλο (anómalo) ανώμαλους (anómalous)
ανωμάλους (anomálous)
vocative ανώμαλε (anómale) ανώμαλοι (anómaloi)

Second forms are formal. 

Derived terms

[edit]