Jump to content

ομαλός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ὁμαλός (homalós).

Adjective

[edit]

ομαλός (omalósm (feminine ομαλή, neuter ομαλό)

  1. (linguistics) regular
  2. smooth, even, regular
  3. normal, regular

Declension

[edit]
Declension of ομαλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομαλός (omalós) ομαλή (omalí) ομαλό (omaló) ομαλοί (omaloí) ομαλές (omalés) ομαλά (omalá)
genitive ομαλού (omaloú) ομαλής (omalís) ομαλού (omaloú) ομαλών (omalón) ομαλών (omalón) ομαλών (omalón)
accusative ομαλό (omaló) ομαλή (omalí) ομαλό (omaló) ομαλούς (omaloús) ομαλές (omalés) ομαλά (omalá)
vocative ομαλέ (omalé) ομαλή (omalí) ομαλό (omaló) ομαλοί (omaloí) ομαλές (omalés) ομαλά (omalá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ομαλός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ομαλός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομαλότερος (omalóteros) ομαλότερη (omalóteri) ομαλότερο (omalótero) ομαλότεροι (omalóteroi) ομαλότερες (omalóteres) ομαλότερα (omalótera)
genitive ομαλότερου (omalóterou) ομαλότερης (omalóteris) ομαλότερου (omalóterou) ομαλότερων (omalóteron) ομαλότερων (omalóteron) ομαλότερων (omalóteron)
accusative ομαλότερο (omalótero) ομαλότερη (omalóteri) ομαλότερο (omalótero) ομαλότερους (omalóterous) ομαλότερες (omalóteres) ομαλότερα (omalótera)
vocative ομαλότερε (omalótere) ομαλότερη (omalóteri) ομαλότερο (omalótero) ομαλότεροι (omalóteroi) ομαλότερες (omalóteres) ομαλότερα (omalótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ομαλότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομαλότατος (omalótatos) ομαλότατη (omalótati) ομαλότατο (omalótato) ομαλότατοι (omalótatoi) ομαλότατες (omalótates) ομαλότατα (omalótata)
genitive ομαλότατου (omalótatou) ομαλότατης (omalótatis) ομαλότατου (omalótatou) ομαλότατων (omalótaton) ομαλότατων (omalótaton) ομαλότατων (omalótaton)
accusative ομαλότατο (omalótato) ομαλότατη (omalótati) ομαλότατο (omalótato) ομαλότατους (omalótatous) ομαλότατες (omalótates) ομαλότατα (omalótata)
vocative ομαλότατε (omalótate) ομαλότατη (omalótati) ομαλότατο (omalótato) ομαλότατοι (omalótatoi) ομαλότατες (omalótates) ομαλότατα (omalótata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]