Jump to content

επίπεδος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επίπεδος (epípedosm (feminine επίπεδη, neuter επίπεδο)

  1. flat, smooth
  2. (geometry) plane

Declension

[edit]
Declension of επίπεδος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επίπεδος (epípedos) επίπεδη (epípedi) επίπεδο (epípedo) επίπεδοι (epípedoi) επίπεδες (epípedes) επίπεδα (epípeda)
genitive επίπεδου (epípedou) επίπεδης (epípedis) επίπεδου (epípedou) επίπεδων (epípedon) επίπεδων (epípedon) επίπεδων (epípedon)
accusative επίπεδο (epípedo) επίπεδη (epípedi) επίπεδο (epípedo) επίπεδους (epípedous) επίπεδες (epípedes) επίπεδα (epípeda)
vocative επίπεδε (epípede) επίπεδη (epípedi) επίπεδο (epípedo) επίπεδοι (epípedoi) επίπεδες (epípedes) επίπεδα (epípeda)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίπεδος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίπεδος, etc.)

Synonyms

[edit]