Jump to content

κατηγορηματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κατηγορηματικός (katigorimatikósm (feminine κατηγορηματική, neuter κατηγορηματικό)

  1. emphatic, categorical

Declension

[edit]
Declension of κατηγορηματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατηγορηματικός (katigorimatikós) κατηγορηματική (katigorimatikí) κατηγορηματικό (katigorimatikó) κατηγορηματικοί (katigorimatikoí) κατηγορηματικές (katigorimatikés) κατηγορηματικά (katigorimatiká)
genitive κατηγορηματικού (katigorimatikoú) κατηγορηματικής (katigorimatikís) κατηγορηματικού (katigorimatikoú) κατηγορηματικών (katigorimatikón) κατηγορηματικών (katigorimatikón) κατηγορηματικών (katigorimatikón)
accusative κατηγορηματικό (katigorimatikó) κατηγορηματική (katigorimatikí) κατηγορηματικό (katigorimatikó) κατηγορηματικούς (katigorimatikoús) κατηγορηματικές (katigorimatikés) κατηγορηματικά (katigorimatiká)
vocative κατηγορηματικέ (katigorimatiké) κατηγορηματική (katigorimatikí) κατηγορηματικό (katigorimatikó) κατηγορηματικοί (katigorimatikoí) κατηγορηματικές (katigorimatikés) κατηγορηματικά (katigorimatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατηγορηματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατηγορηματικός, etc.)

[edit]