Jump to content

χλευαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χλευαστικός (chlevastikósm (feminine χλευαστική, neuter χλευαστικό)

  1. mocking, taunting
  2. derisory, derisive

Declension

[edit]
Declension of χλευαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χλευαστικός (chlevastikós) χλευαστική (chlevastikí) χλευαστικό (chlevastikó) χλευαστικοί (chlevastikoí) χλευαστικές (chlevastikés) χλευαστικά (chlevastiká)
genitive χλευαστικού (chlevastikoú) χλευαστικής (chlevastikís) χλευαστικού (chlevastikoú) χλευαστικών (chlevastikón) χλευαστικών (chlevastikón) χλευαστικών (chlevastikón)
accusative χλευαστικό (chlevastikó) χλευαστική (chlevastikí) χλευαστικό (chlevastikó) χλευαστικούς (chlevastikoús) χλευαστικές (chlevastikés) χλευαστικά (chlevastiká)
vocative χλευαστικέ (chlevastiké) χλευαστική (chlevastikí) χλευαστικό (chlevastikó) χλευαστικοί (chlevastikoí) χλευαστικές (chlevastikés) χλευαστικά (chlevastiká)
[edit]