User:Sarri.greek/verbs/vowel stems
Sarri.greek • talk —
ref -
audio -
notes -
nouns -
verbs -
αβγό •
αἴρω/αἱρῶ •
Τ' αστέρι του βοριά (song)
CAT •
pg.en ::
@el •
pg.el —
fonts •
test •
test1 •
vern.lab •
verbs.test •
tAr •
T1·a •
T3, T4 •
menu
my notes: Verbs >> 1st conjugation >> vowel ending stems
Vowel ending stems
[edit]Modern Greek >> verbs >> by inflection type >> 1st Conjugation >> vowel stems
- NOTE: the actives of group λύω (διαλύω) and group κλείω (αποκλείω) are identical. Their passives differ (the ppp).
- NOTE: the actives of group λύω (διαλύω) and group κλείω (αποκλείω) are identical. Their passives differ (the ppp).
the vowel-stem verbs -€ω, -€ομαι |
Irregulars:
- δέω-δέομαι
- Category:Greek verb conjugation group 'κλείω'
- Category:Greek verbs conjugating like 'αποκλείω'
- προσκρούω
- συγκρούομαι
- impersonal εξυπακούεται
- 2nd forms of ακούω
- Category:Greek verb conjugation group 'πνέω'
- The -ύω from ancient -υμι
- Category:Greek irregular contracted verbs
Pattern of stems [∅-s-θ-∅]. This group includes verbs with
- active and passive forms, like διαλύω, διέλυσα/διάλυσα - διαλύομαι, διαλύθηκα & διαλυμένος
- only active forms, like ισχύω, ίσχυσα
- only passive forms, like καταδύομαι, καταδύθηκα
- only passive imperfecitve forms, like φύομαι
- and other, more rare variations
Verbs λύω, δέω, δύω, χέω & ιδρύω, ισχύω, μηνύω form many compounds.
act+pass CAT like διαλύω, διέλυσα/διάλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος
with bisyllabics like: λύω, έλυσα, λύθηκα, λυμένος
only active CAT like παραλύω, παρέλυσα, παραλυμένος
only passive CAT like καταδύομαι, καταδύθηκα, ...
[€o] [∅-s-θ-∅] -ύω and -έω (-ύω, -σα-, θηκα, -μένος) i.05+06
The bisyllabics of this group (with augment), are
- act+pass, +ppp: λύω & {δέω}irregular. found in compounds {χέω}in compounds.χύνω
- only active, -ppp: δύω
Other verbs forming compounds: ιδρύω ισχύω κωλύω μηνύω
List of verbs
- act+pass Category:Greek verbs conjugating like 'διαλύω'
- only active Category:Greek verbs conjugating like 'ισχύω'
- only passive, -ppp: Category:Greek verbs conjugating like 'καταδύομαι'
αναδύομαι καταδύομαι υποδύομαι - only passive, imperfective, -ppp: Category:Greek verbs conjugating like 'φύομαι'
φύομαιchiefely in present < {φύω}, ωρύομαι and the compounds αναφύομαι εκφύομαι προσφύομαι συμφύομαι
About compounds:
- compounds with internal augment
- compounds with (& without) internal augment: διαλύω and most of the verbs in its CAT
- compounds without (& with) internal augment
- compounds without internal augment in Modern Greek
Impersonals:
Pattern of stems [∅-s-st(sθ)-s]. This group includes verbs with
- active and passive forms, like αποκλείω, απέκλεισα - αποκλείομαι, αποκλείστηκα, αποκλεισμένος
- and other, more rare variations: only active (προσκρούω), only passive (συγκρούομαι), etc
- the impersonal: εξυπακούεται
- Also, the second, alternative forms of verb ακούω.
Verbs (κλείω), κρούω, σείω & ελκύω form many compounds.
act+pass CAT like αποκλείω, απέκλεισα, αποκλείστηκα, αποκλεισμένος
with bisyllabics like κρούω, έκρουσα, κρούστηκα, κρουσμένος
only active like προσκρούω, προσέκρουσα
only passive like συγκρούομαι, συγκρούστ{σθ}ηκα
[€o] [∅-s-st{sθ}-s[zmenos]] (-΄ω, -σα, -στηκα-σθηκα}, -σμένος) i.40+41
The bisyllabics of this group (with augment), are
- act+pass, +ppp: {κλείω}found in compounds, κρούω
- act+pass, -ppp: σείω
- only active, -ppp: the ancient {παίω} and {φρέω} found only in compounds
Also ελκύω gives many compounds.
List of verbs
- act+pass, Category:Greek verbs conjugating like 'αποκλείω'
- active with the passive only imperfective, compound with internal augment, -ppp: εμπερικλείω
- only active
- compound with internal augment, -ppp: παρεισφρέω προσκρούω
- only active, imperfective
- only passive, -ppp: αλληλοσυγκρούομαι συγκρούομαι
- only passive, imperfective, only in 3rd person, impersonal: εξυπακούεται
About compounds:
- compounds with internal augment:
- +ppp: αντικρούω εγκλείω περικλείω& περικλείνω
- -ppp: ανακρούω αποσείω εισακούω εκκρούω εμπερικλείω επισείω
- compounds with and without internal augment:
- compounds without internal augment
- +ppp: αγγελοκρούω ανελκύω εσωκλείω
- -ppp: —
- compounds without and with internal augment
Impersonals:
- impersonal εξυπακούεται
- 3rd person, also impersonal: αποκλείεται
About σθ-
- These are mostly ancient verbs. Speakers are incluenced by this, and sometimes use for passive past the formal ‑σθ‑ forms, at a ratio between 1:15 to 1:4 (@google, 2018)
About [zm] pronunciation of the participle:
- σμένος *[smenos] becomes [zmemnos]: apoklizmenos (αποκλεισμένος) because:
- RULE: σ [s] before voiced consonant (as [m] is) becomes voiced too: > [z]
Pattern of stems [∅-fs-fst/fsθ-fspronounced vz]. This group includes verbs with
- active and passive forms, like εμπνέω, ενέπνευσα - εμπνέομαι, εμπνεύστηκα/εμπνεύσθηκα, εμπνευσμένος
- only active forms, like επιπλέω, επέπλευσα
- and other, more rare variations
Verbs πλέω, πνέω, ρέω form many compounds.
act+pass CAT like εμπνέω, ενέπνευσα, εμπνεύστηκα/{εμπνεύσθηκα}, εμπνευσμένος
with bisyllabics like: ρέω, έρρευσα
only active CAT like επιπλέω, επέπλευσα
[eo] [∅-fs-fst{fsθ}-fs[vzmenos]] (-έω, -ευσα, -εύστηκα/-εύσθηκα, -ευσμένος)
Learned verbs from ancient greek & compounds. i.42+43
The bisyllabics of this group are:
List of verbs:
- act+pass with internal augment: CAT
- active with the passive only imperfective, -ppp: διαρρέω
- only imperfective act+pass: διαπνέω
- only active, -ppp: CAT αναπλέω αναπνέω αποπλέω αποπνέω διαπλέω εισπλέω εισρέω εκπλέω εκρέω επιπλέω καταπλέω καταρρέω παραπλέω περιπλέω πλέω πνέω ρέω συμπλέω συρρέω
About compounds:
- All compounds have internal augment.
- compound with and without augment: αναπνέω, ανέπνευσα/ανάπνευσα
About -σθ- in passive forms:
- Almost all passive past, may be uttered with -σθ- in a formal style. These are ancient verbs. Speakers are influenced by this, and sometimes use for the passive past the formal ‑σθ‑ forms instead of ‑στ‑.
About double ρρ at ρέω
- The compounds of and augmented forms of ρέω, have double ρρ after a short vowel (as in ancient greek) (έρρευσα, συρρέω)
About [vzm] pronunciation of the participle:
- ευσμ *[fsm] becomes [vzm]: embnevzménos (εμπνευσμένος) because:
- RULE: σ [s] before voiced consonant (as [m] is) becomes voiced too: > [z]
- RULE: [f] (as in ευ..) before voiced consonant (as [z] is) becomes voiced too: > [v]
τίω
[edit]- the two -τίω = -τίνω compounds: αποτίω see αποτίνω < {ἀποτίνω}, εκτίω see εκτίνω < {ἐκτίνω} both form {τίω} & {τίνω} active with passive only in present, -ppp: these two, confused the ancients as well. Move them at the -no verbs.
- Irregular with contracted present vowel-ending verbs
νύω from νυμι
[edit]- The -ύω from ancient -υμι
Τhe ancient 2nd conjugation (without thematic vowel) in -μι with a -νυ- behind it: (like δείκνυμι δεικ‑νυ‑μι) evolved to ‑ύω (δεικνύω < δεικ‑νυ‑ω) quite early. Some of these -ύω forms, survive in Modern Greek. Others, have evolved further, becoming -ώνω or -άω/ώ modern verbs.
- These are not to be confused with the -ύω verbs from Group 'λύω', where the υ is part of the stem.
List of verbs {ancient} and modernpolytonic, monotonic
- {δείκνυμι}, {δεικνύω} > δείχνω, but also:
- {ἀναδείκνυμι}, {ἀναδεικνύω} > ἀναδεικνύω], αναδεικνύω
- {ἀντενδείκνυμαι}passive > ἀντενδείκνυμαι, αντενδείκνυμαι=αντενδείκνυταιimpersonal
- {ἀποδείκνυμι}, {ἀποδεικνύω} > ἀποδεικνύω, αποδεικνύω
- {ἐνδείκνυμι}, {ἐνδεικνύω} > ἐνδείνκυμαι, ενδείκνυμαιpassiveενδείκνυταιimpersonal, ἐνδεικνύομαι, ενδεικνύομαι
- {ἐπιδείκνυμι}, {ἐπιδεικνύω} > ἐπιδεικνύω, επιδεικνύω
- {καταδείκνυμι} > καταδεικνύω
- {ὑποδείκνυμι}, {ὑποδεικνύω} > ὑποδεικνύω, υποδεικνύω
- {ζεύγνυμι}, {ζευγνύω} > —
- {συζεύγνυμι} > συζευγνύω
- {μείγνυμι}/{μίγνυμι}, {μειγνύω/μιγνύω} > — But in compounds:
- the form {μίσγω} > σμίγω
- {ἀναμείγνυμι}/{ἀναμίγνυμι}, {ἀναμειγνύω/ἀναμιγνύω} > ἀναμειγνύω, αναμειγνύω/αναμιγνύω
- {προσμείγνυμι, {προσμίσγω} > προσμειγνύω
- {ὄλλυμι} > {ὀλλύω}
- {πήγνυμι}, ({πηγνύω}: [νύω] [$ύ-ks-γ-γ] with πηγ-, παγ- stem-grades ) > πήζω But also compounds:
- {συμπήγνυμι}, {συμπηγνύω} > συμπηνγύω
- {ῥήγνυμι}, {ῥηγνύω}: [νύω] [$ύ-ks-γ-γ] with ρηγ-, ραγ- stem-grades < ραγίζω did not retain -ύω. But also:
- {διαρρήγνυμι} > διαρρηγνύω
- {ἐκρήγνυμι}, {ἐκρηγνύω} > ἐκρήγνυμαι, εκρήγνυμαιpassive
Other -μι descendants which did NOT retain -ύω, but evolved further on:
- {ζώννυμι}, {ζωννύω} > ζώνω
- {περιζώννυμι} > περιζώνω
- {ἵστημι}, ἱστάω/ἱστῶ, ἱστάνω
- {κεράννυμι}, {κεραννύω} > κερνάω/κερνῶ/κερνώ
- {κρεμάννυμι}, {κρεμαννύω}, {κρεμάω/κρεμῶ} > κρεμάω/κρεμῶ/κρεμώ
- {ἐκκρεμάννυμι} > ἐκκρεμῶ, εκκρεμώ
- {κορέννυμι}, {κορεννύω} > — (no verb. See noun κορεσμός)
- {ὄμνυμι}, {ὀμνύω} > ὀμώνω, ομώνω
- {πετάννυμι}, {πεταννύω}, {πετάω/πετῶ} > πετάω/πετώ
- {ἀναπετάννυμι}, {ἀναπεταννύω}, {ἀναπετάω/-ώ > &mdsh; (surviving participle ἀναπεπταμένος, αναπεπταμένος)
- {πήγνυμι}, ({πηγνύω}) > πήζω
- {ῥώννυμι}, {ῥωννύω}
- {ἀναρρώννυμι} > ἀναρρώνω, αναρρώνω
- {σβέννυμι}, {σβεννύω} > σβήνω
- {ἀποσβέννυμι}, {ἀποσβεννύω} > ἀποσβένω, αποσβένω
- {κατασβέννυμι}, {κατασβεννύω} > κατασβήνω
- {στρώννυμι}, {στρωννύω) > στρώνω
- {καταστρώννυμι}, {καταστρωννύω} > καταστρώνω
- {χώννυμι}, {χόω}, {χωννύω} > χώνω
- {καταχώννυμι}, {καταχωννύω} > καταχώνω
- {παραχώννυμι} > παραχώνω
- {προσχώννυμι} > προσχώνω
Also see
Irregular with contracted present
[edit][€o] Category:Greek irregular contracted verbs
Vowel-ending irregular verbs with short forms of active present at 2nd singular and all plural, and some imperative forms.
€ω, €ς, €ει, €με, €τε, €ν(ε). The expected endings would have been: €ω, €εις, €ει, €ουμε, €ετε, €ουν(ε)
They also have other irregularities. They are:
# | present | 2nd person | imperfect | past | p-past | ppp |
---|---|---|---|---|---|---|
01) | ακούω | ακούς (& ακούεις) | άκουγα | άκουσα | ακούστηκα | ακουσμένος |
02) | καίω | καις | έκαιγα | έκαψα | κάηκα | καμένος |
03) | κλαίω & κλαίγω | κλαις (& κλαίεις) | έκλαιγα | έκλαψα | κλαύτηκα | κλαμένος |
04) | λέω & λέγω | λες[λέγεις] | έλεγα | πω | ειπώθηκα/λέχθηκα | ειπωμένος |
05) | πάω & πηγαίνω | παςπηγαίνεις | πήγαινα | πήγα | .. | (πηγεμένος) |
06) | σκάω & σκάζω | σκαςσκάζεις | έσκαγα | έσκασα | .. | σκασμένος |
07) | σπάω (σπω) & σπάζω | σπαςσπάζεις | έσπαγα (σπούσα) | έσπασα | .. | σπασμένος |
08) | τρώω & τρώγω | τρως[τρώγεις] | έτρωγα | έφαγα | φαγώθηκα | φαγωμένος |
09) | φταίω | φταις | έφταιγα | έφταιξα | .. | .. |
10) | φυλάω & φυλάγω | φυλάςφυλάγεις | φύλαγα | φύλαξα | φυλάχτηκα | φυλαγμένος |
and their compounds.