επισείω
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐπισείω
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐπῐσείω (“shake against”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]επισείω • (episeío) (past επέσεισα, passive επισείομαι)
Conjugation
[edit]επισείω επισείομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | επισείω | επισείσω | επισείομαι | επισειστώ |
2 sg | επισείεις | επισείσεις | επισείεσαι | επισειστείς |
3 sg | επισείει | επισείσει | επισείεται | επισειστεί |
1 pl | επισείουμε, [‑ομε] | επισείσουμε, [‑ομε] | επισειόμαστε | επισειστούμε |
2 pl | επισείετε | επισείσετε | επισείεστε, επισειόσαστε | επισειστείτε |
3 pl | επισείουν(ε) | επισείσουν(ε) | επισείονται | επισειστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | επέσεια | επέσεισα | επισειόμουν(α) | επισείστηκα |
2 sg | επέσειες | επέσεισες | επισειόσουν(α) | επισείστηκες |
3 sg | επέσειε | επέσεισε | επισειόταν(ε) | επισείστηκε |
1 pl | επισείαμε | επισείσαμε | επισειόμασταν, (‑όμαστε) | επισειστήκαμε |
2 pl | επισείατε | επισείσατε | επισειόσασταν, (‑όσαστε) | επισειστήκατε |
3 pl | επέσειαν, επισείαν(ε) | επέσεισαν, επισείσαν(ε) | επισείονταν, (επισειόντουσαν) | επισείστηκαν, επισειστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα επισείω ➤ | θα επισείσω ➤ | θα επισείομαι ➤ | θα επισειστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επισείεις, … | θα επισείσεις, … | θα επισείεσαι, … | θα επισειστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επισείσει | έχω, έχεις, … επισειστεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επισείσει | είχα, είχες, … επισειστεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επισείσει | θα έχω, θα έχεις, … επισειστεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | επίσειε | επίσεισε | — | επισείσου |
2 pl | επισείετε | επισείστε | επισείεστε | επισειστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | επισείοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας επισείσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | επισείσει | επισειστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- see: σείω (seío, “to shake”)