From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek εἰσᾰκούω . Morphologically, from εισ- ( “ in ” ) + ακούω ( “ listen ” ) .
IPA (key ) : /isaˈkuo/
Hyphenation: ει‧σα‧κού‧ω
Old Hyphenation: εισ‧α‧κού‧ω
εισακούω • (eisakoúo ) (past εισάκουσα , passive εισακούομαι )
to hearken
εισακούω εισακούομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εισακούω
εισακούσω
εισακούομαι
εισακουστώ , εισακουσθώ 1
2 sg
εισακούεις
εισακούσεις
εισακούεσαι
εισακουστείς , εισακουσθείς
3 sg
εισακούει
εισακούσει
εισακούεται
εισακουστεί , εισακουσθεί
1 pl
εισακούουμε , [‑ομε ]
εισακούσουμε , [‑ομε ]
εισακουόμαστε
εισακουστούμε , εισακουσθούμε
2 pl
εισακούετε
εισακούσετε
εισακούεστε , εισακουόσαστε
εισακουστείτε , εισακουσθείτε
3 pl
εισακούουν (ε )
εισακούσουν (ε )
εισακούονται
εισακουστούν (ε ), εισακουσθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εισάκουα
εισάκουσα
εισακουόμουν (α )
εισακούστηκα , εισακούσθηκα 1
2 sg
εισάκουες
εισάκουσες
εισακουόσουν (α )
εισακούστηκες , εισακούσθηκες
3 sg
εισάκουε
εισάκουσε
εισακουόταν (ε )
εισακούστηκε , εισακούσθηκε
1 pl
εισακούαμε
εισακούσαμε
εισακουόμασταν , (‑όμαστε )
εισακουστήκαμε , εισακουσθήκαμε
2 pl
εισακούατε
εισακούσατε
εισακουόσασταν , (‑όσαστε )
εισακουστήκατε , εισακουσθήκατε
3 pl
εισάκουαν , εισακούαν (ε )
εισάκουσαν , εισακούσαν (ε )
εισακούονταν , (εισακουόντουσαν )
εισακούστηκαν , εισακουστήκαν (ε ), εισακούσθηκαν , εισακουσθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εισακούω ➤
θα εισακούσω ➤
θα εισακούομαι ➤
θα εισακουστώ / εισακουσθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εισακούεις , …
θα εισακούσεις , …
θα εισακούεσαι , …
θα εισακουστείς / εισακουσθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εισακούσει
έχω, έχεις, … εισακουστεί / εισακουσθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εισακούσει
είχα, είχες, … εισακουστεί / εισακουσθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εισακούσει
θα έχω, θα έχεις, … εισακουστεί / εισακουσθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εισάκουε
εισάκουσε
—
εισακούσου
2 pl
εισακούετε
εισακούστε
εισακούεστε
εισακουστείτε , εισακουσθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εισακούοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εισακούσει ➤
—
Nonfinite form➤
εισακούσει
εισακουστεί , εισακουσθεί 1
Notes Appendix:Greek verbs
1. The forms with σθ - are learned and less common. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: ακούω ( akoúo , “ strike ” )