Jump to content

αναπεπταμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπεπταμένος (anapeptaménosm (feminine αναπεπταμένη, neuter αναπεπταμένο)

  1. unfurled (sails, flags, etc)
  2. open, wide, extended (stretch of countryside)
  3. (figurative) far-reaching

Declension

[edit]
Declension of αναπεπταμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπεπταμένος (anapeptaménos) αναπεπταμένη (anapeptaméni) αναπεπταμένο (anapeptaméno) αναπεπταμένοι (anapeptaménoi) αναπεπταμένες (anapeptaménes) αναπεπταμένα (anapeptaména)
genitive αναπεπταμένου (anapeptaménou) αναπεπταμένης (anapeptaménis) αναπεπταμένου (anapeptaménou) αναπεπταμένων (anapeptaménon) αναπεπταμένων (anapeptaménon) αναπεπταμένων (anapeptaménon)
accusative αναπεπταμένο (anapeptaméno) αναπεπταμένη (anapeptaméni) αναπεπταμένο (anapeptaméno) αναπεπταμένους (anapeptaménous) αναπεπταμένες (anapeptaménes) αναπεπταμένα (anapeptaména)
vocative αναπεπταμένε (anapeptaméne) αναπεπταμένη (anapeptaméni) αναπεπταμένο (anapeptaméno) αναπεπταμένοι (anapeptaménoi) αναπεπταμένες (anapeptaménes) αναπεπταμένα (anapeptaména)
[edit]