Appendix:Greek vocabulary/Chemistry
Jump to navigation
Jump to search
- αδρανής (adjective) • ("inactive, inert") (el)
- αδρεναλίνη f • ("adrenaline") (el)
- αερόβιος (adjective) • ("aerobic") (el)
- άζωτο n • ("nitrogen") (el)
- αϊνσταΐνιο n • ("einsteinium") (el)
- αιώρημα n • ("suspension") (el)
- ακόρεστος (adjective) • ("unsaturated") (el)
- ακρυλαμίδιο n • ("acrylamide") (el)
- ακτινίδες • (el)
- ακτινίδιο • (el)
- ακτίνιο • (el)
- άλας • (el)
- αλκαλικός • (el)
- αλκαλιμέταλλο • (el)
- αλκάλιο • (el)
- αλκαλοειδές • (el)
- αλλότροπα • (el)
- αλλοτροπία • (el)
- αλλοτροπικός • (el)
- αλλοτροπισμός • (el)
- αλογόνο • (el)
- αλουμίνα • (el)
- αλουμίνιο • (el)
- άμβυκας • (el)
- αμερίκιο • (el)
- αμέταλλα • (el)
- αμέταλλος • (el)
- αμμωνία • (el)
- αμμωνιακός • (el)
- αμμώνιο • (el)
- ανάγω • (el)
- αναγωγή • (el)
- αναγωγικό μέσο • (el)
- αναγωγικός • (el)
- άνγκστρομ • (el)
- άνθρακας • (el)
- ανθρακικό νάτριο • (el)
- ανθρακικό οξύ • (el)
- ανθρακικός • (el)
- άνθραξ • (el)
- ανοδικός • (el)
- άνοδος • (el)
- ανόργανος • (el)
- αντίδραση • (el)
- αντιδραστήρας • (el)
- αντιδραστικός • (el)
- αντιδρώ • (el)
- αντιμόνιο • (el)
- αντιραστήριο • (el)
- άνυδρος • (el)
- αποικοδόμηση • (el)
- αποκρυστάλλωμα • (el)
- αποκρυστάλλωση • (el)
- απόλυτο μηδέν • (el)
- απομονώνω • (el)
- αποστάζω • (el)
- απόσταξη • (el)
- αργίλιο • (el)
- αργό • (el)
- άργυρος • (el)
- αριθμός Αβογκάντρο • (el)
- αριστερόστροφος • (el)
- αρσενικό • (el)
- ασβέστης • (el)
- ασβέστιο • (el)
- άστατο • (el)
- ατομικός • (el)
- άτομο • (el)
- άφνιο • (el)
- βάμμα • (el)
- βανάδιο • (el)
- βάριο • (el)
- βάση • (el)
- βενζοΐνη • (el)
- βηρύλλιο • (el)
- βισμούθιο • (el)
- βολφράμιο • (el)
- βόριο • (el)
- βρώμιο • (el)
- γαδολίνιο • (el)
- γάλλιο • (el)
- γερμάνιο • (el)
- γουδί n • ("mortar") (el)
- γουδοχέρι n • ("pestle") (el)
- γραδάρω • (el)
- γράδο • (el)
- γραμμομόριο • (el)
- δεσμός • (el)
- δημήτριο • (el)
- διαβρωτικός • (el)
- διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος • (el)
- διάχυση • (el)
- διοξείδιο του άνθρακα • (el)
- διοξείδιο • (el)
- διττανθρακικό νάτριο • (el)
- διττανθρακικός • (el)
- διύλιση • (el)
- δοκιμαστικός σωλήνας • (el)
- δομή • (el)
- δυσπρόσιο • (el)
- εντομοκτόνο • (el)
- ένωση • (el)
- επινεφρίνη • (el)
- έρβιο • (el)
- έργο • (el)
- ευρώπιο • (el)
- ζάχαρο • (el)
- ζιρκόνιο • (el)
- ηλεκτροαρνητικός • (el)
- ηλεκτρόδιο • (el)
- ηλεκτρόλυση • (el)
- ηλεκτρολύτης • (el)
- ηλεκτρολυτικός • (el)
- ηλεκτροφόρηση γέλης πολυακρυλαμιδίου • (el)
- ηλεκτροφόρηση γέλης πολυακρυλαμιδίου f • ("polyacrylamide gel electrophoresis") (el)
- ηλεκτροφόρηση • (el)
- ηλεκτροφόρηση f • ("electrophoresis") (el)
- ηλεκτροχημεία • (el)
- ηλεκτροχημικός • (el)
- ηλιοτρόπιο • (el)
- θάλλιο • (el)
- θειικό μαγνήσιο • (el)
- θειικός ψευδάργυρος • (el)
- θόριο • (el)
- θούλιο • (el)
- ίνδιο • (el)
- ιόν • (el)
- ιρίδιο • (el)
- ισοδύναμο βάρος • (el)
- ισομερής • (el)
- ιώδιο • (el)
- κάδμιο • (el)
- καθαρτικό άλας • (el)
- καθιζάνω • (el)
- κάθοδος • (el)
- καίσιο • (el)
- κάλιο • (el)
- καρβονικός • (el)
- καρβοξυλικό οξύ • (el)
- καρβοξυλικός • (el)
- κασσίτερος • (el)
- κατάλ • (el)
- καταλύτης • (el)
- καταλυτικός • (el)
- καταλύω • (el)
- καύση • (el)
- καυστική σόδα • (el)
- κιούριο • (el)
- κοβάλτιο • (el)
- κοπερνίκιο • (el)
- κρυπτό • (el)
- κρύσταλλος • (el)
- κρυστάλλωση • (el)
- κυτταρίνη • (el)
- λανθανίδες • (el)
- λανθανίδιο • (el)
- λανθάνιο • (el)
- λευκόχρυσος • (el)
- λιβερμόριο • (el)
- λίθιο • (el)
- λιπαρό οξύ • (el)
- λουτήτιο • (el)
- λωρένσιο • (el)
- μαγγάνιο • (el)
- μαγνησία • (el)
- μαγνήσιο • (el)
- μαϊτνέριο • (el)
- μεντελέβιο • (el)
- μεταβατικός • (el)
- μετάπτωση • (el)
- μετατροπέας • (el)
- μολ • (el)
- μολυβδαίνιο • (el)
- μόλυβδος • (el)
- μονομερής • (el)
- μοριακό βάρος • (el)
- μοριακός • (el)
- μοσκόβιο • (el)
- μπεκερέλ • (el)
- μπερκέλιο • (el)
- μπόριο • (el)
- νάτριο • (el)
- νάφθα f • ("naphtha") (el)
- ναφθαλίνη • (el)
- νεοδύμιο • (el)
- νέον • (el)
- νέφτι n • ("turpentine") (el)
- νικέλιο • (el)
- νιόβιο • (el)
- νιχόνιο • (el)
- νομπέλιο • (el)
- νταρμστάντιο • (el)
- ντούμπνιο • (el)
- ξένο • (el)
- ξηρός πάγος • (el)
- ογκανέσσιο n • ("oganesson") (el)
- ογκομέτρηση f • ("titration") (el)
- όζον • (el)
- οινόπνευμα • (el)
- όλμιο • (el)
- ομάδα • (el)
- ομολογία • (el)
- ομόλογος • (el)
- οξείδιο του αργιλίου • (el)
- οξειδοαναγωγή • (el)
- οξειδοαναγωγικός • (el)
- οξειδωτικό μέσο • (el)
- οξειδωτικός • (el)
- όξινος • (el)
- οξύ • (el)
- οξυγόνο • (el)
- οργανικός • (el)
- οργανοληπτικός • (el)
- όσμιο • (el)
- ουδέτερος • (el)
- ουνμπικουάντιο • (el)
- ουνμπινίλιο • (el)
- ουνμπιούνιο • (el)
- ουνμπίπιο • (el)
- ουνμπίτριο • (el)
- ουνοκουάντιο • (el)
- ουνουνέννιο • (el)
- ουνουνέξιο • (el)
- ουνουνόκτιο • (el)
- ουνουνπέντιο • (el)
- ουνουνσέπτιο • (el)
- ουνούντριο • (el)
- ουρανικός • (el)
- ουράνιο • (el)
- παλλάδιο • (el)
- περίοδος • (el)
- πετρελαϊκός αιθέρας m • ("petroleum ether") (el)
- πλατίνα • (el)
- πλουτώνιο • (el)
- πλύσιμο σόδα • (el)
- πνικτίδιο • (el)
- πολυακρυλαμίδιο n • ("polyacrylamide") (el)
- πολυμερής • (el)
- πολώνιο • (el)
- ποσειδώνιο • (el)
- πρασινοδύμιο • (el)
- προμήθιο • (el)
- προχοΐδα • (el)
- πρωτακτίνιο • (el)
- πυρίτιο • (el)
- ραδερφόρντιο • (el)
- ράδιο • (el)
- ραδόνιο • (el)
- ρεντγκένιο • (el)
- ρήνιο • (el)
- ρόδιο • (el)
- ρουβίδιο • (el)
- ρουθήνιο • (el)
- ρύπος • (el)
- σάκχαρο • (el)
- σαμάριο • (el)
- σαπωνοποίηση • (el)
- σελήνιο • (el)
- σθένος • (el)
- σίδηρος • (el)
- σιμπόργκιο • (el)
- σκάνδιο • (el)
- σκουριά • (el)
- σόδα • (el)
- σταθερά Αβογκάντρο • (el)
- στείρος • (el)
- στερεό • (el)
- στοιχείο • (el)
- στοιχειομετρία • (el)
- στρόντιο • (el)
- συγκέντρωση • (el)
- συμπύκνωμα • (el)
- σύνθεση • (el)
- ταντάλιο • (el)
- τελλούριο • (el)
- τενέσιο • (el)
- τέρβιο • (el)
- τεχνήτιο • (el)
- τιτάνιο • (el)
- τσίγκος • (el)
- τύπος • (el)
- υδράργυρος • (el)
- υδρο- • (el)
- υδρογόνο • (el)
- υδρόφιλος • (el)
- υττέρβιο • (el)
- ύττριο • (el)
- φέρμιο • (el)
- φθόριο • (el)
- φλερόβιο • (el)
- φράγκιο • (el)
- φωσφόρος • (el)
- φωτόλυση • (el)
- χαλκογόνο • (el)
- χαλκός • (el)
- χάρτης ηλιοτροπίου • (el)
- χαρτί ηλιοτροπίου • (el)
- χάσιο • (el)
- χημεία • (el)
- χημική αντίδραση • (el)
- χημικός • (el)
- χλώριο • (el)
- χοληστερίνη • (el)
- χρυσός • (el)
- χρωματογραφία • (el)
- χρώμιο • (el)
- χωνί Büchner • (el)
- ψευδάργυρος • (el)
- ψευδο- • (el)
- ψήκτρα • (el)
- ώσμωση • (el)