Jump to content

άνυδρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άνυδρος (ánydrosm (feminine άνυδρη, neuter άνυδρο)

  1. very dry, arid, waterless
  2. (chemistry) anhydrous

Declension

[edit]
Declension of άνυδρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άνυδρος (ánydros) άνυδρη (ánydri) άνυδρο (ánydro) άνυδροι (ánydroi) άνυδρες (ánydres) άνυδρα (ánydra)
genitive άνυδρου (ánydrou) άνυδρης (ánydris) άνυδρου (ánydrou) άνυδρων (ánydron) άνυδρων (ánydron) άνυδρων (ánydron)
accusative άνυδρο (ánydro) άνυδρη (ánydri) άνυδρο (ánydro) άνυδρους (ánydrous) άνυδρες (ánydres) άνυδρα (ánydra)
vocative άνυδρε (ánydre) άνυδρη (ánydri) άνυδρο (ánydro) άνυδροι (ánydroi) άνυδρες (ánydres) άνυδρα (ánydra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνυδρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνυδρος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]