Jump to content

ανυδρία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανυδρία (anydríaf (plural ανυδρίες)

  1. drought, dryness, aridity
    Synonym: ξηρασία (xirasía)

Declension

[edit]
Declension of ανυδρία
singular plural
nominative ανυδρία (anydría) ανυδρίες (anydríes)
genitive ανυδρίας (anydrías) -
accusative ανυδρία (anydría) ανυδρίες (anydríes)
vocative ανυδρία (anydría) ανυδρίες (anydríes)

the plural is much less common

[edit]