Jump to content

ξηρασία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ξηρασία (xirasíaf (plural ξηρασίες)

  1. drought
    Synonyms: ανυδρία (anydría), αβροχιά (avrochiá), αναβροχιά (anavrochiá), ανομβρία (anomvría)

Declension

[edit]
Declension of ξηρασία
singular plural
nominative ξηρασία (xirasía) ξηρασίες (xirasíes)
genitive ξηρασίας (xirasías) ξηρασιών (xirasión)
accusative ξηρασία (xirasía) ξηρασίες (xirasíes)
vocative ξηρασία (xirasía) ξηρασίες (xirasíes)

Further reading

[edit]