στοιχειομετρία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στοιχειομετρία (stoicheiometríaf (uncountable)

  1. (chemistry) stoichiometry

Declension

[edit]
singular
nominative στοιχειομετρία (stoicheiometría)
genitive στοιχειομετρίας (stoicheiometrías)
accusative στοιχειομετρία (stoicheiometría)
vocative στοιχειομετρία (stoicheiometría)

Further reading

[edit]