στοιχειομετρία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στοιχειομετρία • (stoicheiometría) f (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | στοιχειομετρία (stoicheiometría) |
genitive | στοιχειομετρίας (stoicheiometrías) |
accusative | στοιχειομετρία (stoicheiometría) |
vocative | στοιχειομετρία (stoicheiometría) |
Further reading
[edit]- στοιχειομετρία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el