Appendix:Greek vocabulary/Health
Jump to navigation
Jump to search
- αγκύλη f • ("joint") (el)
- αγκώνας m • ("elbow") (el)
- αδένας m • ("gland") (el)
- αίμα n • ("blood") (el)
- αμυγδαλή f • ("tonsil") (el) (plural αμυγδαλές)
- αντίχειρας m • ("thumb") (el)
- άρθρωση f • ("joint") (el)
- αρτηρία f • ("artery") (el)
- αστράγαλος m • ("ankle") (el)
- αυτί n • ("ear") (el)
- βλεφαρίδα f • ("eyelash") (el)
- βραχίονας m • ("upper arm") (el)
- γάμπα f • ("calf") (el)
- γλουτός m • ("buttock") (el)
- γλώσσα f • ("tongue") (el)
- γνάθος f • ("jawbone, mandible") (el)
- γόνατο n • ("knee") (el)
- γοφός m • ("hip") (el), ισχίο
- δάχτυλο n • ("finger, toe") (el)
- δέρμα n • ("skin") (el)
- δόντι n • ("tooth") (el)
- εγκέφαλος m • ("brain") (el), μυαλό
- ήπαρ n • ("liver") (el)
- θηλή f • ("nipple") (el)
- ίρις f • ("iris") (el)
- ισχίο n • ("hip") (el), γοφός
- καλάμι n • ("shin") (el)
- καρδιά f • ("heart") (el)
- καρπός m • ("wrist") (el)
- κερκίδα f • ("radius") (el)
- κεφάλι n • ("head") (el)
- κλείδα f • ("clavicle, collarbone") (el)
- κλείδωση f • ("joint") (el)
- κνήμη f • ("tibia, shin") (el)
- κοιλία f • ("stomach") (el)
- κόλον n • ("colon") (el)
- κόλπος m • ("vagina") (el)
- κρανίο n • ("cranium") (el)
- λαιμός m • ("neck, throat") (el)
- λάρυγγας m • ("larynx") (el)
- λεκάνη f • ("pelvis") (el)
- μαλλιά n pl • ("hair") (el), τρίχα f (“a hair”))
- μαστός m • ("breast") (el)
- μασχάλη f • ("armpit") (el)
- μάτι n • ("eye") (el)
- μηριαίο οστό n • ("femur, thighbone") (el)
- μηρός m • ("thigh") (el)
- μήτρα f • ("womb") (el)
- μπράτσο n • ("upper arm") (el)
- μυαλό n • ("brain") (el), εγκέφαλος
- μυς m • ("muscle") (el)
- μύτη f • ("nose") (el)
- νεύρο n • ("nerve") (el)
- νεφρό n • ("kidney") (el)
- οπίσθια n pl • ("buttocks") (el), πισινά
- όργανο n • ("organ") (el)
- όρχις m • ("testicle") (el)
- οστό n • ("bone") (el)
- πέος n • ("penis") (el)
- πήχης m • ("forearm") (el)
- πλάτη f • ("back") (el)
- πνεύμονας m • ("lung") (el)
- ποδάρι n • ("leg") (el)
- πόδι n • ("leg, foot") (el)
- πρωκτός m • ("anus") (el)
- ράχη f • ("spine") (el)
- σκελετός m • ("skeleton") (el)
- σπόνδυλος m • ("vertebra") (el)
- στέρνο n • ("sternum") (el)
- στήθος n • ("chest") (el)
- στόμα n • ("mouth") (el)
- στομάχι n • ("stomach") (el)
- σώμα n • ("body") (el)
- τρίχα f • ("a hair") (el), μαλλιά n pl (“hair”)
- φλέβα f • ("vein") (el)
- φούσκα f • ("bladder") (el)
- φρύδι n • ("eyebrow") (el)
- φτέρνα f • ("heel") (el)
- χείλι n • ("lip") (el)
- χέρι n • ("arm, hand") (el)
- ωλένη f • ("ulna") (el)
- ώμος m • ("shoulder") (el)
- καρδιολογία f • ("cardiology") (el)
- αντιπηκτικό n • ("anticoagulant") (el)
- άνω κοίλη φλέβα f • ("superior vena cava") (el)
- αορτή f • ("aorta") (el)
- αορτική βαλβίδα f • ("aortic valve") (el)
- αορτικός (adjective) • ("aortic") (el)
- απινιδωτής m • ("defibrillator") (el)
- αρτηρία f • ("artery") (el)
- βαλβίδα f • ("valve") (el)
- βαρφαρίνη f • ("warfarin") (el)
- έμφραγμα του μυοκαρδίου n • ("myocardial infarction, heart attack") (el)
- θρόμβωση f • ("thrombosis") (el)
- καρδιακή προσβολή f • ("heart attack, myocardial infarction") (el)
- κοιλία f • ("ventrical") (el)
- κοιλιακή μαρμαρυγή f • ("ventricular fibrillation") (el)
- κολπική μαρμαρυγή f • ("atrial fibrillation") (el)
- κόλπος m • ("atrium") (el)
- μιτροειδής βαλβίδα f • ("mitral valve") (el)
- πνευμονική αρτηρία f • ("pulmonary artery") (el)
- πνευμονική βαλβίδα f • ("pulmonary valve") (el)
- πνευμονική φλέβα f • ("pulmonary vein") (el)
- πνευμονικός (adjective) • ("pulmonary") (el)
- σφυγμόμετρο n • ("sphygmomanometer") (el)
- ταχυκαρδία f • ("tachycardia") (el)
- υπέρταση f • ("hypertension") (el)
- φλέβα f • ("vein") (el)