Appendix:Greek vocabulary/Domestic
Jump to navigation
Jump to search
- μαγειρικά σκεύη f • ("kitchenware, cookware") (el)
- ανοιχτήρι n • ("opener (cans, bottles, etc)") (el)
- αντικολλητικός • ("non-stick") (el)
- βραστήρας m • ("kettle") (el)
- θερμόμετρο καραμέλας n • ("candy/sugar thermometer") (el)
- κατσαρόλα f • ("casserole") (el)
- κατσαρολί n • ("saucepan") (el)
- καφετιέρα f • ("coffeemaker, cafetière") (el)
- ξύλο κοπής n • ("chopping board") (el)
- πλάστης m • ("rolling pin") (el)
- πώμα n • ("screw cap") (el)
- σαγάνι n • ("2-handled frying pan") (el)
- ταβάς m • ("round pan") (el), νταβάς
- ταψί n • ("roasting tin, baking tray") (el)
- τηγάνι n • ("frying pan") (el)
- τιρμπουσό n • ("corkscrew") (el)
- τσουκάλι n • ("cooking pot") (el)
- φελλός m • ("cork") (el)
- φούρνος μικροκυμάτων m • ("microwave oven") (el)
- φριτέζα f • ("fryer") (el)
- φρυγανιέρα f • ("toaster") (el)
- χύτρα ταχύτητας f • ("pressure cooker") (el)
- χύτρα f • ("stewpot, casserole") (el)