μαγειρικά σκεύη
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μαγειρικά σκεύη • (mageiriká skévi) n pl
Declension
[edit]- see: μαγειρικός (mageirikós) and σκεύος (skévos)
Further reading
[edit]- μαγειρικά σκεύη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
μαγειρικά σκεύη • (mageiriká skévi) n pl