Jump to content

αντικολλητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντικολλητικός (antikollitikósm (feminine αντικολλητική, neuter αντικολλητικό)

  1. non-stick, nonstick
    τηγάνι αντικολλητικόtigáni antikollitikónonstick frying pan

Declension

[edit]
Declension of αντικολλητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικολλητικός (antikollitikós) αντικολλητική (antikollitikí) αντικολλητικό (antikollitikó) αντικολλητικοί (antikollitikoí) αντικολλητικές (antikollitikés) αντικολλητικά (antikollitiká)
genitive αντικολλητικού (antikollitikoú) αντικολλητικής (antikollitikís) αντικολλητικού (antikollitikoú) αντικολλητικών (antikollitikón) αντικολλητικών (antikollitikón) αντικολλητικών (antikollitikón)
accusative αντικολλητικό (antikollitikó) αντικολλητική (antikollitikí) αντικολλητικό (antikollitikó) αντικολλητικούς (antikollitikoús) αντικολλητικές (antikollitikés) αντικολλητικά (antikollitiká)
vocative αντικολλητικέ (antikollitiké) αντικολλητική (antikollitikí) αντικολλητικό (antikollitikó) αντικολλητικοί (antikollitikoí) αντικολλητικές (antikollitikés) αντικολλητικά (antikollitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικολλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικολλητικός, etc.)