αντικολλητικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντικολλητικός • (antikollitikós) m (feminine αντικολλητική, neuter αντικολλητικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικολλητικός (antikollitikós) | αντικολλητική (antikollitikí) | αντικολλητικό (antikollitikó) | αντικολλητικοί (antikollitikoí) | αντικολλητικές (antikollitikés) | αντικολλητικά (antikollitiká) | |
genitive | αντικολλητικού (antikollitikoú) | αντικολλητικής (antikollitikís) | αντικολλητικού (antikollitikoú) | αντικολλητικών (antikollitikón) | αντικολλητικών (antikollitikón) | αντικολλητικών (antikollitikón) | |
accusative | αντικολλητικό (antikollitikó) | αντικολλητική (antikollitikí) | αντικολλητικό (antikollitikó) | αντικολλητικούς (antikollitikoús) | αντικολλητικές (antikollitikés) | αντικολλητικά (antikollitiká) | |
vocative | αντικολλητικέ (antikollitiké) | αντικολλητική (antikollitikí) | αντικολλητικό (antikollitikó) | αντικολλητικοί (antikollitikoí) | αντικολλητικές (antikollitikés) | αντικολλητικά (antikollitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικολλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικολλητικός, etc.)