αρτηρία
Appearance
See also: ἀρτηρία
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αρτηρία • (artiría) f (plural αρτηρίες)
- (anatomy, physiology) artery (blood vessel)
- (figuratively) arterial or main road
- H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες. ― H póli échei treis vasikés odikés artiríes. ― The city has three arterial roads.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτηρία (artiría) | αρτηρίες (artiríes) |
genitive | αρτηρίας (artirías) | αρτηριών (artirión) |
accusative | αρτηρία (artiría) | αρτηρίες (artiríes) |
vocative | αρτηρία (artiría) | αρτηρίες (artiríes) |
Related terms
[edit]- αρτηριακός (artiriakós, “arterial”, adjective)
- αρτηριοπάθεια f (artiriopátheia, “arteriopathy”)
- αρτηριοσκλήρυνση f (artiriosklírynsi, “arteriosclerosis”)
- αρτηριοσκλήρωση f (artiriosklírosi, “arteriosclerosis”)
- αρτηριοσκληρωτικός (artiriosklirotikós, “arteriosclerotic”, adjective)
Further reading
[edit]- αρτηρία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρτηρία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language