Jump to content

αρτηριοσκλήρυνση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρτηριοσκλήρυνση (artiriosklírynsif (usually uncountable, plural αρτηριοσκληρύνσεις)

  1. (pathology) arteriosclerosis
    Synonym: αρτηριοσκλήρωση (artiriosklírosi)
    Coordinate terms: αθηρωμάτωση (athiromátosi), αθήρωμα (athíroma)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρτηριοσκλήρυνση (artiriosklírynsi) αρτηριοσκληρύνσεις (artiriosklirýnseis)
genitive αρτηριοσκλήρυνσης (artiriosklírynsis) αρτηριοσκληρύνσεων (artiriosklirýnseon)
accusative αρτηριοσκλήρυνση (artiriosklírynsi) αρτηριοσκληρύνσεις (artiriosklirýnseis)
vocative αρτηριοσκλήρυνση (artiriosklírynsi) αρτηριοσκληρύνσεις (artiriosklirýnseis)

Older or formal genitive singular: αρτηριοσκληρύνσεως (artiriosklirýnseos)

[edit]

Further reading

[edit]