αρτηριοσκλήρυνση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρτηριοσκλήρυνση • (artiriosklírynsi) f (usually uncountable, plural αρτηριοσκληρύνσεις)
- (pathology) arteriosclerosis
- Synonym: αρτηριοσκλήρωση (artiriosklírosi)
- Coordinate terms: αθηρωμάτωση (athiromátosi), αθήρωμα (athíroma)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτηριοσκλήρυνση (artiriosklírynsi) | αρτηριοσκληρύνσεις (artiriosklirýnseis) |
genitive | αρτηριοσκλήρυνσης (artiriosklírynsis) | αρτηριοσκληρύνσεων (artiriosklirýnseon) |
accusative | αρτηριοσκλήρυνση (artiriosklírynsi) | αρτηριοσκληρύνσεις (artiriosklirýnseis) |
vocative | αρτηριοσκλήρυνση (artiriosklírynsi) | αρτηριοσκληρύνσεις (artiriosklirýnseis) |
Older or formal genitive singular: αρτηριοσκληρύνσεως (artiriosklirýnseos)
Related terms
[edit]- see: αρτηρία n (artiría, “artery”)
Further reading
[edit]- αρτηριοσκλήρυνση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el