αρτηριακός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρτηριακός • (artiriakós) m (feminine αρτηριακή, neuter αρτηριακό)
- (physiology) arterial
- Coordinate term: φλεβικός (flevikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρτηριακός (artiriakós) | αρτηριακή (artiriakí) | αρτηριακό (artiriakó) | αρτηριακοί (artiriakoí) | αρτηριακές (artiriakés) | αρτηριακά (artiriaká) | |
genitive | αρτηριακού (artiriakoú) | αρτηριακής (artiriakís) | αρτηριακού (artiriakoú) | αρτηριακών (artiriakón) | αρτηριακών (artiriakón) | αρτηριακών (artiriakón) | |
accusative | αρτηριακό (artiriakó) | αρτηριακή (artiriakí) | αρτηριακό (artiriakó) | αρτηριακούς (artiriakoús) | αρτηριακές (artiriakés) | αρτηριακά (artiriaká) | |
vocative | αρτηριακέ (artiriaké) | αρτηριακή (artiriakí) | αρτηριακό (artiriakó) | αρτηριακοί (artiriakoí) | αρτηριακές (artiriakés) | αρτηριακά (artiriaká) |
Related terms
[edit]- see: αρτηρία f (artiría, “artery”)
Further reading
[edit]- αρτηριακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language