Jump to content

αρτηριακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρτηριακός (artiriakósm (feminine αρτηριακή, neuter αρτηριακό)

  1. (physiology) arterial
    Coordinate term: φλεβικός (flevikós)

Declension

[edit]
Declension of αρτηριακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρτηριακός (artiriakós) αρτηριακή (artiriakí) αρτηριακό (artiriakó) αρτηριακοί (artiriakoí) αρτηριακές (artiriakés) αρτηριακά (artiriaká)
genitive αρτηριακού (artiriakoú) αρτηριακής (artiriakís) αρτηριακού (artiriakoú) αρτηριακών (artiriakón) αρτηριακών (artiriakón) αρτηριακών (artiriakón)
accusative αρτηριακό (artiriakó) αρτηριακή (artiriakí) αρτηριακό (artiriakó) αρτηριακούς (artiriakoús) αρτηριακές (artiriakés) αρτηριακά (artiriaká)
vocative αρτηριακέ (artiriaké) αρτηριακή (artiriakí) αρτηριακό (artiriakó) αρτηριακοί (artiriakoí) αρτηριακές (artiriakés) αρτηριακά (artiriaká)
[edit]

Further reading

[edit]