Jump to content

αντιδραστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ δραστικός (drastikós)

Adjective

[edit]

αντιδραστικός (antidrastikósm (feminine αντιδραστική, neuter αντιδραστικό)

  1. (chemistry) reactive
  2. (politics) reactionary

Declension

[edit]
Declension of αντιδραστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδραστικός (antidrastikós) αντιδραστική (antidrastikí) αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστικοί (antidrastikoí) αντιδραστικές (antidrastikés) αντιδραστικά (antidrastiká)
genitive αντιδραστικού (antidrastikoú) αντιδραστικής (antidrastikís) αντιδραστικού (antidrastikoú) αντιδραστικών (antidrastikón) αντιδραστικών (antidrastikón) αντιδραστικών (antidrastikón)
accusative αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστική (antidrastikí) αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστικούς (antidrastikoús) αντιδραστικές (antidrastikés) αντιδραστικά (antidrastiká)
vocative αντιδραστικέ (antidrastiké) αντιδραστική (antidrastikí) αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστικοί (antidrastikoí) αντιδραστικές (antidrastikés) αντιδραστικά (antidrastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιδραστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιδραστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδραστικότερος (antidrastikóteros) αντιδραστικότερη (antidrastikóteri) αντιδραστικότερο (antidrastikótero) αντιδραστικότεροι (antidrastikóteroi) αντιδραστικότερες (antidrastikóteres) αντιδραστικότερα (antidrastikótera)
genitive αντιδραστικότερου (antidrastikóterou) αντιδραστικότερης (antidrastikóteris) αντιδραστικότερου (antidrastikóterou) αντιδραστικότερων (antidrastikóteron) αντιδραστικότερων (antidrastikóteron) αντιδραστικότερων (antidrastikóteron)
accusative αντιδραστικότερο (antidrastikótero) αντιδραστικότερη (antidrastikóteri) αντιδραστικότερο (antidrastikótero) αντιδραστικότερους (antidrastikóterous) αντιδραστικότερες (antidrastikóteres) αντιδραστικότερα (antidrastikótera)
vocative αντιδραστικότερε (antidrastikótere) αντιδραστικότερη (antidrastikóteri) αντιδραστικότερο (antidrastikótero) αντιδραστικότεροι (antidrastikóteroi) αντιδραστικότερες (antidrastikóteres) αντιδραστικότερα (antidrastikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντιδραστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδραστικότατος (antidrastikótatos) αντιδραστικότατη (antidrastikótati) αντιδραστικότατο (antidrastikótato) αντιδραστικότατοι (antidrastikótatoi) αντιδραστικότατες (antidrastikótates) αντιδραστικότατα (antidrastikótata)
genitive αντιδραστικότατου (antidrastikótatou) αντιδραστικότατης (antidrastikótatis) αντιδραστικότατου (antidrastikótatou) αντιδραστικότατων (antidrastikótaton) αντιδραστικότατων (antidrastikótaton) αντιδραστικότατων (antidrastikótaton)
accusative αντιδραστικότατο (antidrastikótato) αντιδραστικότατη (antidrastikótati) αντιδραστικότατο (antidrastikótato) αντιδραστικότατους (antidrastikótatous) αντιδραστικότατες (antidrastikótates) αντιδραστικότατα (antidrastikótata)
vocative αντιδραστικότατε (antidrastikótate) αντιδραστικότατη (antidrastikótati) αντιδραστικότατο (antidrastikótato) αντιδραστικότατοι (antidrastikótatoi) αντιδραστικότατες (antidrastikótates) αντιδραστικότατα (antidrastikótata)

Derived terms

[edit]

Noun

[edit]

αντιδραστικός (antidrastikósm (plural αντιδραστικοί)

  1. reactionary

Declension

[edit]
Declension of αντιδραστικός
singular plural
nominative αντιδραστικός (antidrastikós) αντιδραστικοί (antidrastikoí)
genitive αντιδραστικού (antidrastikoú) αντιδραστικών (antidrastikón)
accusative αντιδραστικό (antidrastikó) αντιδραστικούς (antidrastikoús)
vocative αντιδραστικέ (antidrastiké) αντιδραστικοί (antidrastikoí)
[edit]