αντιδραστικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αντιδραστικός (antidrastikós) + -ότητα (-ótita).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αντιδραστικότητα • (antidrastikótita) f (plural αντιδραστικότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιδραστικότητα (antidrastikótita) | αντιδραστικότητες (antidrastikótites) |
genitive | αντιδραστικότητας (antidrastikótitas) | αντιδραστικοτήτων (antidrastikotíton) |
accusative | αντιδραστικότητα (antidrastikótita) | αντιδραστικότητες (antidrastikótites) |
vocative | αντιδραστικότητα (antidrastikótita) | αντιδραστικότητες (antidrastikótites) |
Related terms
[edit]- see: αντιδρώ (antidró)
References
[edit]- ^ αντιδραστικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language