οξείδιο του αργιλίου
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]οξείδιο του αργιλίου • (oxeídio tou argilíou) n (uncountable)
Declension
[edit]Synonyms
[edit]- αλουμίνα f (aloumína, “alumina”)
Further reading
[edit]- Οξείδιο του αργιλίου on the Greek Wikipedia.Wikipedia el