Jump to content

οξείδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

οξείδιο (oxeídion (plural οξείδια)

  1. oxide

Declension

[edit]
Declension of οξείδιο
singular plural
nominative οξείδιο (oxeídio) οξείδια (oxeídia)
genitive οξειδίου (oxeidíou)
οξείδιου (oxeídiou)
οξειδίων (oxeidíon)
accusative οξείδιο (oxeídio) οξείδια (oxeídia)
vocative οξείδιο (oxeídio) οξείδια (oxeídia)
[edit]

Further reading

[edit]