ανοξείδωτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανοξείδωτος (anoxeídotosm (feminine ανοξείδωτη, neuter ανοξείδωτο)

  1. (metallurgy) stainless, rustless

Declension

[edit]
Declension of ανοξείδωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοξείδωτος (anoxeídotos) ανοξείδωτη (anoxeídoti) ανοξείδωτο (anoxeídoto) ανοξείδωτοι (anoxeídotoi) ανοξείδωτες (anoxeídotes) ανοξείδωτα (anoxeídota)
genitive ανοξείδωτου (anoxeídotou) ανοξείδωτης (anoxeídotis) ανοξείδωτου (anoxeídotou) ανοξείδωτων (anoxeídoton) ανοξείδωτων (anoxeídoton) ανοξείδωτων (anoxeídoton)
accusative ανοξείδωτο (anoxeídoto) ανοξείδωτη (anoxeídoti) ανοξείδωτο (anoxeídoto) ανοξείδωτους (anoxeídotous) ανοξείδωτες (anoxeídotes) ανοξείδωτα (anoxeídota)
vocative ανοξείδωτε (anoxeídote) ανοξείδωτη (anoxeídoti) ανοξείδωτο (anoxeídoto) ανοξείδωτοι (anoxeídotoi) ανοξείδωτες (anoxeídotes) ανοξείδωτα (anoxeídota)

Coordinate terms

[edit]
[edit]