χοληστερίνη

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

χοληστερίνη (cholisterínif (plural χοληστερίνες)

  1. (chemistry, physiology) cholesterol

Declension

[edit]
singular plural
nominative χοληστερίνη (cholisteríni) χοληστερίνες (cholisterínes)
genitive χοληστερίνης (cholisterínis) χοληστερινών (cholisterinón)
accusative χοληστερίνη (cholisteríni) χοληστερίνες (cholisterínes)
vocative χοληστερίνη (cholisteríni) χοληστερίνες (cholisterínes)

See also

[edit]