χοληστερίνες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]χοληστερίνες • (cholisterínes) f
- nominative plural of χοληστερίνη (cholisteríni)
- accusative plural of χοληστερίνη (cholisteríni)
- vocative plural of χοληστερίνη (cholisteríni)
χοληστερίνες • (cholisterínes) f