Jump to content

ανοδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανοδικός (anodikósm (feminine ανοδική, neuter ανοδικό)

  1. rising
  2. (chemistry, physics) anodic

Declension

[edit]
Declension of ανοδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοδικός (anodikós) ανοδική (anodikí) ανοδικό (anodikó) ανοδικοί (anodikoí) ανοδικές (anodikés) ανοδικά (anodiká)
genitive ανοδικού (anodikoú) ανοδικής (anodikís) ανοδικού (anodikoú) ανοδικών (anodikón) ανοδικών (anodikón) ανοδικών (anodikón)
accusative ανοδικό (anodikó) ανοδική (anodikí) ανοδικό (anodikó) ανοδικούς (anodikoús) ανοδικές (anodikés) ανοδικά (anodiká)
vocative ανοδικέ (anodiké) ανοδική (anodikí) ανοδικό (anodikó) ανοδικοί (anodikoí) ανοδικές (anodikés) ανοδικά (anodiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοδικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοδικός, etc.)

[edit]