Jump to content

διαβρωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

διαβρωτικός (diavrotikósm (feminine διαβρωτική, neuter διαβρωτικό)

  1. (chemistry) corrosive
  2. (figuratively) insidious

Declension

[edit]
Declension of διαβρωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαβρωτικός (diavrotikós) διαβρωτική (diavrotikí) διαβρωτικό (diavrotikó) διαβρωτικοί (diavrotikoí) διαβρωτικές (diavrotikés) διαβρωτικά (diavrotiká)
genitive διαβρωτικού (diavrotikoú) διαβρωτικής (diavrotikís) διαβρωτικού (diavrotikoú) διαβρωτικών (diavrotikón) διαβρωτικών (diavrotikón) διαβρωτικών (diavrotikón)
accusative διαβρωτικό (diavrotikó) διαβρωτική (diavrotikí) διαβρωτικό (diavrotikó) διαβρωτικούς (diavrotikoús) διαβρωτικές (diavrotikés) διαβρωτικά (diavrotiká)
vocative διαβρωτικέ (diavrotiké) διαβρωτική (diavrotikí) διαβρωτικό (diavrotikó) διαβρωτικοί (diavrotikoí) διαβρωτικές (diavrotikés) διαβρωτικά (diavrotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαβρωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαβρωτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαβρωτικότερος (diavrotikóteros) διαβρωτικότερη (diavrotikóteri) διαβρωτικότερο (diavrotikótero) διαβρωτικότεροι (diavrotikóteroi) διαβρωτικότερες (diavrotikóteres) διαβρωτικότερα (diavrotikótera)
genitive διαβρωτικότερου (diavrotikóterou) διαβρωτικότερης (diavrotikóteris) διαβρωτικότερου (diavrotikóterou) διαβρωτικότερων (diavrotikóteron) διαβρωτικότερων (diavrotikóteron) διαβρωτικότερων (diavrotikóteron)
accusative διαβρωτικότερο (diavrotikótero) διαβρωτικότερη (diavrotikóteri) διαβρωτικότερο (diavrotikótero) διαβρωτικότερους (diavrotikóterous) διαβρωτικότερες (diavrotikóteres) διαβρωτικότερα (diavrotikótera)
vocative διαβρωτικότερε (diavrotikótere) διαβρωτικότερη (diavrotikóteri) διαβρωτικότερο (diavrotikótero) διαβρωτικότεροι (diavrotikóteroi) διαβρωτικότερες (diavrotikóteres) διαβρωτικότερα (diavrotikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαβρωτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαβρωτικότατος (diavrotikótatos) διαβρωτικότατη (diavrotikótati) διαβρωτικότατο (diavrotikótato) διαβρωτικότατοι (diavrotikótatoi) διαβρωτικότατες (diavrotikótates) διαβρωτικότατα (diavrotikótata)
genitive διαβρωτικότατου (diavrotikótatou) διαβρωτικότατης (diavrotikótatis) διαβρωτικότατου (diavrotikótatou) διαβρωτικότατων (diavrotikótaton) διαβρωτικότατων (diavrotikótaton) διαβρωτικότατων (diavrotikótaton)
accusative διαβρωτικότατο (diavrotikótato) διαβρωτικότατη (diavrotikótati) διαβρωτικότατο (diavrotikótato) διαβρωτικότατους (diavrotikótatous) διαβρωτικότατες (diavrotikótates) διαβρωτικότατα (diavrotikótata)
vocative διαβρωτικότατε (diavrotikótate) διαβρωτικότατη (diavrotikótati) διαβρωτικότατο (diavrotikótato) διαβρωτικότατοι (diavrotikótatoi) διαβρωτικότατες (diavrotikótates) διαβρωτικότατα (diavrotikótata)