γαδολίνιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]γαδολίνιο • (gadolínio) n (uncountable)
Declension
[edit] γαδολίνιο
case \ number | singular |
---|---|
nominative | γαδολίνιο • |
genitive | γαδολινίου • |
accusative | γαδολίνιο • |
vocative | γαδολίνιο • |
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- γαδολίνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el