οξειδοαναγωγικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

οξειδοαναγωγικός (oxeidoanagogikósm (feminine οξειδοαναγωγική, neuter οξειδοαναγωγικό)

  1. (chemistry) redox
    Ήταν μια οξειδοαναγωγική αντίδραση.
    Ítan mia oxeidoanagogikí antídrasi.
    It was a redox reaction.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οξειδοαναγωγικός (oxeidoanagogikós) οξειδοαναγωγική (oxeidoanagogikí) οξειδοαναγωγικό (oxeidoanagogikó) οξειδοαναγωγικοί (oxeidoanagogikoí) οξειδοαναγωγικές (oxeidoanagogikés) οξειδοαναγωγικά (oxeidoanagogiká)
genitive οξειδοαναγωγικού (oxeidoanagogikoú) οξειδοαναγωγικής (oxeidoanagogikís) οξειδοαναγωγικού (oxeidoanagogikoú) οξειδοαναγωγικών (oxeidoanagogikón) οξειδοαναγωγικών (oxeidoanagogikón) οξειδοαναγωγικών (oxeidoanagogikón)
accusative οξειδοαναγωγικό (oxeidoanagogikó) οξειδοαναγωγική (oxeidoanagogikí) οξειδοαναγωγικό (oxeidoanagogikó) οξειδοαναγωγικούς (oxeidoanagogikoús) οξειδοαναγωγικές (oxeidoanagogikés) οξειδοαναγωγικά (oxeidoanagogiká)
vocative οξειδοαναγωγικέ (oxeidoanagogiké) οξειδοαναγωγική (oxeidoanagogikí) οξειδοαναγωγικό (oxeidoanagogikó) οξειδοαναγωγικοί (oxeidoanagogikoí) οξειδοαναγωγικές (oxeidoanagogikés) οξειδοαναγωγικά (oxeidoanagogiká)
[edit]