οξειδοαναγωγικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]οξειδοαναγωγικός • (oxeidoanagogikós) m (feminine οξειδοαναγωγική, neuter οξειδοαναγωγικό)
- (chemistry) redox
- Ήταν μια οξειδοαναγωγική αντίδραση.
- Ítan mia oxeidoanagogikí antídrasi.
- It was a redox reaction.
Declension
[edit]Declension of οξειδοαναγωγικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οξειδοαναγωγικός • | οξειδοαναγωγική • | οξειδοαναγωγικό • | οξειδοαναγωγικοί • | οξειδοαναγωγικές • | οξειδοαναγωγικά • |
genitive | οξειδοαναγωγικού • | οξειδοαναγωγικής • | οξειδοαναγωγικού • | οξειδοαναγωγικών • | οξειδοαναγωγικών • | οξειδοαναγωγικών • |
accusative | οξειδοαναγωγικό • | οξειδοαναγωγική • | οξειδοαναγωγικό • | οξειδοαναγωγικούς • | οξειδοαναγωγικές • | οξειδοαναγωγικά • |
vocative | οξειδοαναγωγικέ • | οξειδοαναγωγική • | οξειδοαναγωγικό • | οξειδοαναγωγικοί • | οξειδοαναγωγικές • | οξειδοαναγωγικά • |
Related terms
[edit]- οξειδοαναγωγή f (oxeidoanagogí, “redox”)