οξειδοαναγωγικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

οξειδοαναγωγικός (oxeidoanagogikósm (feminine οξειδοαναγωγική, neuter οξειδοαναγωγικό)

  1. (chemistry) redox
    Ήταν μια οξειδοαναγωγική αντίδραση.
    Ítan mia oxeidoanagogikí antídrasi.
    It was a redox reaction.

Declension

[edit]
[edit]