αλλοτροπικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλλοτροπικός (allotropikósm (feminine αλλοτροπική, neuter αλλοτροπικό)

  1. (chemistry) allotropic

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλοτροπικός (allotropikós) αλλοτροπική (allotropikí) αλλοτροπικό (allotropikó) αλλοτροπικοί (allotropikoí) αλλοτροπικές (allotropikés) αλλοτροπικά (allotropiká)
genitive αλλοτροπικού (allotropikoú) αλλοτροπικής (allotropikís) αλλοτροπικού (allotropikoú) αλλοτροπικών (allotropikón) αλλοτροπικών (allotropikón) αλλοτροπικών (allotropikón)
accusative αλλοτροπικό (allotropikó) αλλοτροπική (allotropikí) αλλοτροπικό (allotropikó) αλλοτροπικούς (allotropikoús) αλλοτροπικές (allotropikés) αλλοτροπικά (allotropiká)
vocative αλλοτροπικέ (allotropiké) αλλοτροπική (allotropikí) αλλοτροπικό (allotropikó) αλλοτροπικοί (allotropikoí) αλλοτροπικές (allotropikés) αλλοτροπικά (allotropiká)
[edit]

Further reading

[edit]