Jump to content

οργανοληπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From French organoleptique.

Adjective

[edit]

οργανοληπτικός (organoliptikósm (feminine οργανοληπτική, neuter οργανοληπτικό)

  1. (chemistry) organoleptic

Declension

[edit]
Declension of οργανοληπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οργανοληπτικός (organoliptikós) οργανοληπτική (organoliptikí) οργανοληπτικό (organoliptikó) οργανοληπτικοί (organoliptikoí) οργανοληπτικές (organoliptikés) οργανοληπτικά (organoliptiká)
genitive οργανοληπτικού (organoliptikoú) οργανοληπτικής (organoliptikís) οργανοληπτικού (organoliptikoú) οργανοληπτικών (organoliptikón) οργανοληπτικών (organoliptikón) οργανοληπτικών (organoliptikón)
accusative οργανοληπτικό (organoliptikó) οργανοληπτική (organoliptikí) οργανοληπτικό (organoliptikó) οργανοληπτικούς (organoliptikoús) οργανοληπτικές (organoliptikés) οργανοληπτικά (organoliptiká)
vocative οργανοληπτικέ (organoliptiké) οργανοληπτική (organoliptikí) οργανοληπτικό (organoliptikó) οργανοληπτικοί (organoliptikoí) οργανοληπτικές (organoliptikés) οργανοληπτικά (organoliptiká)