οργανοληπτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From French organoleptique.
Adjective
[edit]οργανοληπτικός • (organoliptikós) m (feminine οργανοληπτική, neuter οργανοληπτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | οργανοληπτικός (organoliptikós) | οργανοληπτική (organoliptikí) | οργανοληπτικό (organoliptikó) | οργανοληπτικοί (organoliptikoí) | οργανοληπτικές (organoliptikés) | οργανοληπτικά (organoliptiká) | |
genitive | οργανοληπτικού (organoliptikoú) | οργανοληπτικής (organoliptikís) | οργανοληπτικού (organoliptikoú) | οργανοληπτικών (organoliptikón) | οργανοληπτικών (organoliptikón) | οργανοληπτικών (organoliptikón) | |
accusative | οργανοληπτικό (organoliptikó) | οργανοληπτική (organoliptikí) | οργανοληπτικό (organoliptikó) | οργανοληπτικούς (organoliptikoús) | οργανοληπτικές (organoliptikés) | οργανοληπτικά (organoliptiká) | |
vocative | οργανοληπτικέ (organoliptiké) | οργανοληπτική (organoliptikí) | οργανοληπτικό (organoliptikó) | οργανοληπτικοί (organoliptikoí) | οργανοληπτικές (organoliptikés) | οργανοληπτικά (organoliptiká) |