Jump to content

ηλεκτρολυτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηλεκτρολυτικός (ilektrolytikósm (feminine ηλεκτρολυτική, neuter ηλεκτρολυτικό)

  1. (chemistry) electrolytic

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτρολυτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτρολυτικός (ilektrolytikós) ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) ηλεκτρολυτικοί (ilektrolytikoí) ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká)
genitive ηλεκτρολυτικού (ilektrolytikoú) ηλεκτρολυτικής (ilektrolytikís) ηλεκτρολυτικού (ilektrolytikoú) ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón) ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón) ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón)
accusative ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) ηλεκτρολυτικούς (ilektrolytikoús) ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká)
vocative ηλεκτρολυτικέ (ilektrolytiké) ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) ηλεκτρολυτικοί (ilektrolytikoí) ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká)
[edit]

Further reading

[edit]