ηλεκτρολύτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ηλεκτρολύτης • (ilektrolýtis) m (plural ηλεκτρολύτες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρολύτης (ilektrolýtis) | ηλεκτρολύτες (ilektrolýtes) |
genitive | ηλεκτρολύτη (ilektrolýti) | ηλεκτρολυτών (ilektrolytón) |
accusative | ηλεκτρολύτη (ilektrolýti) | ηλεκτρολύτες (ilektrolýtes) |
vocative | ηλεκτρολύτη (ilektrolýti) | ηλεκτρολύτες (ilektrolýtes) |
Related terms
[edit]- ηλεκτρολυτικός (ilektrolytikós, “electrolytic”)
- ηλεκτρόλυση f (ilektrólysi, “electrolysis”)
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
Further reading
[edit]- ηλεκτρολύτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el